- γκαζομηχανή
- η1. η γκαζιέρα2. κινητήρας που λειτουργεί με φωταέριο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γκαζιέρα — η γκαζομηχανή, συσκευή που λειτουργεί με φωταέριο, υγραέριο, βενζίνη ή πετρέλαιο και χρησιμοποιείται για θέρμανση ή για μαγείρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gaziere] … Dictionary of Greek